13/04/2007

Let this tree grow forever

12/04/2007

Ο ηρωϊκός θάνατος του Παναγιώταρου Μπούρα (20.07.1821)

Μετά την αίσια έκβαση της Μάχης στο Βαλτέτσι, οι Έλληνες άρχισαν μια συστηματική πολιορκία της Τρίπολης . Οι οπλαρχηγοί εγκατέστησαν τα ταμπούρια τους σε στρατηγικά σημεία και έλεγχαν απόλυτα κάθε κίνηση των Τούρκων. Οι εβδομάδες περνούσαν και οι πολιορκημένοι, νηστικοί και διψασμένοι έκαναν απελπισμένες προσπάθειες εξόδου με σκοπό να βρουν τρόφιμα και νερό.
Σε μια από αυτές τις εξόδους, που έγινε στην περιοχή ΄΄Ψηλόν Ώμον τα Αγιάννη Θάνα΄΄, λίγο πιο μακρυά από τα ΄΄Μπουραίϊκα Ταμπούρια΄΄, μικρό απόσπασμα υπό τον οπλαρχηγό Παναγιώταρο βγήκε να εκδιώξει τους Τούρκους και να τους αναγκάσει να κλειστούν και πάλι μέσα στα τείχη της Τρίπολης.
Η επιχείρηση σε πρώτη φάση επέτυχε, όταν ξαφνικά φανερώθηκε μια ισχυρή ομάδα έφιππων Τούρκων, που έσπευσε να προστατέψει τους υποχωρούντες Οθωμανούς.
Πολλοί κάνουν λόγο για μια καλοστημένη ΄΄χωσιά΄΄ ενέδρα, ύστερα από τις αμέτρητες ήττες που είχαν υποστεί σε προγενέστερες εξόδους τους.
Όπως και να έχει όμως το ζήτημα οι Έλληνες αυτή την φορά ήλθαν αντιμέτωποι με άνισο αριθμό εχθρών, που είχε το στρατηγικό πλεονέκτημα να πολεμά σε κάμπο με έφιππους ενάντια σε πεζό απόσπασμα.

Η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Έπεσαν 18 Έλληνες πολεμιστές μεταξύ των οποίων και ο Παναγιώταρος Μπούρας.
Οι Τούρκοι άφησαν στον τόπο της συμπλοκής 43 δικούς τους νεκρούς. Πήραν όμως μαζί τους , για να παραδώσουν στον Πασά της Τρίπολης, το κεφάλι του γενναίου οπλαρχηγού και έσπευσαν να εξαφανιστούν φοβούμενοι τους υπόλοιπους Μπουραίους , που αφού είδαν από μακριά τα συμβάντα έτρεχαν ήδη να στηρίξουν το απόσπασμα του Καπετάνιου τους.

Τον ακέφαλο νεκρό και τα 18 παλικάρια του οι σύντροφοί τους έθαψαν την ίδια μέρα στην θέση ΄΄Άγιος Σώστης΄΄ έξω από την ομώνυμη εκκησιά του χωριού Άγιος Σώστης, μια ώρα δρόμο από την Τρίπολη, πηγαίνοντας προς την Τεγέα.
Η θέση είναι γνωστή σαν το μνήμα του Παναγιώταρου. Ήταν η 20η Ιουλίου του 1821.

Μετά τον θάνατο του Παναγιώταρου, τα αδέλφια του συνέχισαν με περισσότερο πείσμα την πολιορκία της Τρίπολης μέχρι την πτώση της.
Στη συνέχεια έλαβαν μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες ενάντια των Τούρκων. Έκαναν αισθητή την παρουσία τους στα Δερβενάκια, στο Αγιονώρι, τις Κλένιες, στην Περαχώρα στο Μανιάκι ως την μοιραία Μάχη στα Τρίκορφα, όπου μαζί με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς αντιμετώπισαν τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου με τις 20.000 στρατιώτες του.
Εκεί σκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια Κώστας και Αναγνώστης-Χαράλαμπος Μπούρας, που μέχρι εκείνη την στιγμή ηγούντο του πολυπληθούς σώματος των Μπουραίων επαναστατών .
Η Μάχη στα Τρίκορφα έγινε στις 22-23 Ιουνίου του έτους 1825.

Από του σημείου αυτού και μετέπειτα οι Μπουραίοι συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Ιερό Αγώνα μέχρι το τέλος. Τα βασικά τους όμως στηρίγματα οι οπλαρχηγοί Παναγιώταρος, Κώστας και Αναγνώστης Μπούρας είχαν πέσει μαχόμενοι και με αυτόν τον τρόπο οι Μπουραίοι, βρέθηκαν χωρίς δυνατή εκπροσώπηση , όταν ήλθε η ώρα της ηθικής ικανοποίησης των Αγωνιστών από το νεοσύστατο τότε Ελληνικό Κράτος.
Η νέα Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον αρχηγό των Μπουραίων Παναγιώταρο Μπούρα, στήνοντάς του ανδριάντα, στην πλατεία του Χωριού Πολίχνη-Κωνσταντίνων Ανδανείας, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του την προσφορά των Βουραίων (Μπουραίων) απανταχού της Γης.

Panagiotaros Bouras

Η διεξαγωγή της Μάχης στο Βαλτέτσι, 12/13 Μαϊου 1821

Αφού εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση και εκδιώχθηκαν οι τουρκικές φρουρές στην Μεσημβρινή Πελοπόννησο οι κυνηγημένοι και λοιποί Τούρκοι συγκεντρώθηκαν μέσα στα τείχη της Τριπολιτσάς.
Ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Πελοποννήσου , Χουρσίτ Πασάς βρισκότανε την χρονική αυτή στιγμή στην Ήπειρο σε μια εκστρατεία εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Ευθύς αμέσως που πληροφορήθηκε τα της Επαναστάσεως έστειλε πάραυτα προς καταστολή της τον Μουσταφά-Μπέη –Κεχαγιά εφόσον ο υποδιοικητής Πελοποννήσου νεαρός Κιαμήλ Μπέης φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων.
Ο Κεχαγιάς πέρασε γρήγορα από το Αντίριο στο Ρίο και από εκεί στο Αίγιο, Κόρινθο, Αργολίδα και έφθασε έγκαιρα στην Τρίπολη στις 6 Μαϊου 1821.
Ο συνωστισμός τόσο μεγάλου πληθυσμού Τούρκων στην πόλη είχε σαν αποτέλεσμα να παρουσιαστούν οι αδυναμίες του συστήματος στο να τους εξυπηρετήσει σε καταλύματα, τρόφιμα αλλά κυρίως σε πόσιμο νερό, αφού το υδραγωγείο της πόλης ελεγχότανε πλέον σε μεγάλο βαθμό από τους επαναστατημένους Έλληνες που μέρα με τη μέρα έσφιγγαν την πολιορκία τους γύρω από την πόλη τοποθετώντας φρουρές σε στρατηγικά σημεία.Ένα από αυτά τα σημεία αυτά, λόγω του απρόσιτου και της μικρής απόστασης από την Τρίπολη , εκτιμώμενος μάλλον σαν τόπος εκκίνησης για επιδρομές κατά των πολιορκημένων και εκ του λόγου ότι σε μικρή απόσταση από αυτόν βρισκόντουσαν οι κύριες πηγές ύδρευσης της Τρίπολης, ήταν το Βαλτέτσι.

Στο οχυρό αυτό στρατοπέδευσαν οι Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Ηλίας Μαυρομιχάλης, Σαλαφατίνος, Κατσανός,
Παναγιώταρος Μπούρας, Κώστας Μπούρας και τα υπ΄ αυτούς τμήματα. Την ίδια ώρα φρόντισαν να αποκόψουν την παροχή νερού προς την Τρίπολη και εγκατέστησαν φρουρές σε στρατηγικά σημεία.

Το σχέδιο του Κεχαγιά ήταν να κινηθεί προς Λιοντάρι και Μεσσηνία να καθυποτάξει πρώτα τις εκεί μικρές ομάδες των επαναστατών και ταυτόχρονα να προστατέψει και να επιδιορθώσει τα υδραγωγεία που έδιναν νερό στην Τριπολιτσά. Αυτή την πληροφορία είχε ο Κολοκοτρώνης όταν προέτρεψε τους οπλαρχηγούς που είχαν οχυρωθεί στο Βαλτέτσι να παραμείνουν και να αμυνθούν εκεί εμποδίζοντας τους Τούρκους να επισκευάσουν το υδραγωγείο της περιοχής.

Εντωμεταξύ έσπευσαν στο Βαλτέτσι και συμπαρατάχθηκαν οι οπλαρχηγοί Μήτρος Πέτροβας, Γεώργιος Φραγκίσκος,
Παναγιώτης Κεφάλας και Δημήτρης Παπατσώνης με τις δυνάμεις τους.

Μετά αυτήν την εξέλιξη ο Κεχαγιάς άλλαξε τα σχέδιά του και θέλησε να καθυποτάξει πρώτα τα επαναστατικά σώματα στο Βαλτέτσι και μετά να μεταβεί στην Μεσσηνία.
Τώρα όλα έδειχναν ότι η μοιραία μάχη θα δοθεί στο Βαλτέτσι.
Οι επαναστάτες οπλαρχηγοί , ομόφωνα , αναθέτουν την αρχηγία για την διεξαγωγή της μάχης στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.

Χαρακτηριστικό είναι το δημοτικό τραγούδι για την περίπτωση:

΄΄Ο Κυριακούλης ειν΄αετός της Μάνης το καμάρι
που πρώτος είναι στην ορμή και πρώτος στο ντουφέκι
του Κεχαγιά εφώναξε και του Ρουμπή του λέει Για΄λάτε προσκυνάτε με επάνω στο Βαλτέτσι..΄΄

Ο αρχηγός των επαναστατών εκτιμώντας τις δυνατότητες των οπλαρχηγών καθόρισε τα σημεία που ο κάθε ένας από αυτούς έπρεπε να υπερασπιστεί.

Το κεντρικό ταμπούρι της θολωτής εκκλησιάς όπου θα γινότανε και η κύρια επίθεση των Τούρκων, λόγω του χαμηλού του οχυρώματος, ανατέθηκε να το υπερασπιστεί ο γενναίος οπλαρχηγός Παναγιώταρος Μπούρας , οι αδελφοί του, Χαράλαμπος και Ζαφύρης , με τα παλικάρια τους.
Στην ίδια ομάδα συμπαρατάχθηκαν οι Μπουραίοι από το Ραμοβούνι Μεσσηνίας με καπετάνιο τον Θεόδωρο Μπούρα , οι Μπουραίοι του Αρφαρά με προεξέχοντα τον Αναστάσιον Μπούρα και πολλούς άλλους Μπουραίους από χωριά της Μεγαλούπολης, τα Λαγκάδια Γορτυνίας, το Κολύρι Ηλείας, την Σπάρτη Λακωνίας, ακόμη και από την περιοχή Καρπενησίου είχαν κατέλθει να αγωνισθούν τα αδέλφια Παναγιώτης και Θανάσης Μπούρας με οκτώ παλικάρια.

Πλησίον αυτών και επί του πετρώδους πρανούς την γνωστή ΄΄Βέργαν΄΄ εκλήθη να υπερασπιστεί ο έτερος αδελφός του Παναγιώταρου Κώστας Μπούρας, που είχε μαζί του τα παιδιά του Παναγιώταρου Σπύρο, Φώτη και Κωνσταντινιά και άλλους συμπολεμιστές.
Στο σύνολό τους τα ντουφέκια που υπερασπίστηκαν τα δυο ταμπούρια των Μπουραίων ήσαν 265.
Ο γενικός αρχηγός της Μάχης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης ανέλαβε να υπερασπιστεί τον λόφο ΄΄Μύλοι΄΄ ενώ άλλα τμήματά του κάτω από τους Σαλαφατίνο και Ηλία Μαυρομιχάλη με βοηθό του τον Κατσάνο διατάχθηκαν να πολεμήσουν στις οχυρές θέσεις ΄΄Κρικονέϊκο΄΄ και ΄΄Δουβρέϊκο΄΄ αντίστοιχα , το σύνολο αυτών των ομάδων ήσαν 304 τουφέκια.

Το λόφο ΄΄Κατσικέϊκο΄΄ ανέλαβαν να υπερασπιστούν οι οπλαρχηγοί Παναγιώτης Κεφάλας και Δημήτρης Παπατσώνης με τα τμήματά τους που ήσαν συνολικά 100 πολεμιστές και
τέλος ο έμπειρος οπλαρχηγός Μητρος Πέτροβας με τον επίσης σπουδαίο πολεμιστή Γεώργιον Φραγκίσκον και τα υπ΄αυτούς επαναστατικά σώματα ανέλαβαν την φύλαξη της διόδου ΄΄Σπηλίτσας΄΄ με 101 άνδρες.

Σε αυτούς προστέθηκαν οι υπό τους Ηλία Φλέσσα και Γιαμπαζιώτη πολεμιστές , συνολικά 95 ντουφέκια , που ανέλαβαν να υπερασπιστούν το ύψωμα Κούκος.
Τέλος ο οπλαρχηγός Αναγνωσταράς με 56 παλικάρια τοποθετήθηκε σαν δύναμη εφεδρείας εντός του χωρίου Βαλτέτσι.

Πέραν αυτών από ελληνικής πλευράς πήραν μέρος, μικρές δυνάμεις υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με 80 ντουφέκια, που έφθασε στο όρος Ρεζινίκο, ευρισκόμενο εκτός της λαβίδας των Τούρκων πολιορκητών, οι οποίες όμως εφαρμόζοντας επακριβώς το σχέδιο του Γέρου του Μοριά, φάνταζαν στα μάτια των Τούρκων σαν πολλές χιλιάδες Ελλήνων που ερχόντουσαν να βοηθήσουν τους υπερασπιστές του Βαλτετσίου.

Την ίδια τέλος τακτική χρησιμοποίησε και ο Νικόλαος Καλαμπόκης, που έχοντας μια ομάδα από 8 παλικάρια , την κρίσιμη στιγμή της Μάχης, ανέβηκε στο ύψωμα Στατήρι και με ομοβροντίες παραπλάνησε του Τούρκους κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι διέθετε πολλαπλάσιες δυνάμεις.Σύνολο ελληνικών δυνάμεων 1008 άνδρες και μια γυναίκα η Κωνσταντινιά η κόρη του Παναγιώταρου.

Το πρωί της 12ης Μαίου 1821 οι Τούρκοι εξήλθαν από την Τρίπολη σε μεγάλους σχηματισμούς. Ο κυρία δύναμη, 4000 άνδρες, υπό τον Κεχαγιά, κατευθύνεται προς Μάναν του νερού- Κήπους και σταθμεύει στην Μπολέττα .
Ο Κεχαγιάς θεωρών ότι ο δεύτερος σχηματισμός με δύναμη 2000 ανδρών υπό τον Ρουμπή Μπαρδουνιώτη θα μπορούσε εύκολα να εκκαθαρίσει τον θύλακα των επαναστατών στο Βαλτέτσι και μετά να συνεχίσει με όλες του τις δυνάμεις προς Λιοντάρι και Μεσσηνία , έκρινε σκόπιμο να μη μεταβεί και ο ίδιος εκεί, αρκούμενος να στείλει προς ενίσχυση του Ρουμπή μόνον 1000 από τους στρατιώτες του.

Περί ώρα 10η πρωινή το κύριο μέρος της δύναμης του Ρουμπή έφθασε στο Βαλτέτσι και στρατοπέδευσε στην περιοχή Λούτσα, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις του που έφθασαν περί την 11η πρωινή καταλαμβάνουν τις θέσεις Μαρκόσι, Μελεγάκι και τους πρόποδες του βουνού Στατήρι.

Η Μάχη ήταν σκληρή. Και οι δύο πλευρές πολέμησαν με πείσμα.
Οι κύριες προσπάθειες του Ρουμπή ήταν να κάμψει πρώτα την αντίσταση στα ευάλωτα, όπως πίστευε σημεία. Ένα από αυτά ήταν το χαμηλό οχυρό της Θολωτής Εκκλησιάς.

Εκεί με μαζικές εξορμήσεις και αλαλαγμούς οι στρατιώτες του προσπάθησαν επί πέντε και πλέον ώρες να ανοίξουν ένα κενό. Η άμυνα όμως ήταν τρομερή. Οι Έλληνες καλά ταμπουρωμένοι έριχναν στο ψητό και οι επιτιθέμενοι είχαν τρομερές απώλειες.

Το σχέδιο των υπερασπιστών ήταν απλό. Οι αμυνόμενοι της Θολωτής Εκκλησιάς είχαν την απόλυτη υποστήριξη της ομάδας του Κώστα Μπούρα που βρίσκονταν απέναντί τους στην θέση Βέργα. Κάθε κύμα, των μαζικά επιτιθέμενων Τούρκων, που έμενε ακάλυπτο για λίγες στιγμές, όταν αφιονισμένο προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πετύχει να εισχωρήσει στο μικρό οχυρό της Εκκλησιάς, επέτρεπε να γίνεται εύκολος στόχος στα πυρά των πολεμιστών του Κώστα Μπούρα και έτσι να αποδεκατίζεται κάθε φορά.

Και στα άλλα όμως σημεία τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν οι Τούρκοι.
Παρά την αριθμητική υπεροχή των επιτιθέμενων, ένας προς τρεις εκείνη την στιγμή της ημέρας, η μελετημένη διάταξη των Ελλήνων, κυκλικά σε πολλά μικρά οχυρά, απαιτούσε διασπορά δυνάμεων των Τούρκων.

Το λάθος του Κεχαγιά να κρατήσει εκτός μάχης περί τους 3000 στρατιώτες κατά την πρώτη αυτή φάση της πολεμικής αναμέτρησης, έδωσε μια ανάσα στους Έλληνες.

Ο Ρουμπής, βλέποντας το αδιέξοδο και εκτιμώντας την αγωνιστική ικανότητα των Ελλήνων, έσπευσε να καλέσει σε βοήθεια τον Κεχαγιά με το κύριο μέρος της στρατιωτικής δύναμης που βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας από το Βαλτέτσι.
Πράγματι περί την 6η απογευματινή ώρα της 12ης Μαϊου Ο Κεχαγιάς φθάνει στην είσοδο του Βαλτετσίου με τις υπόλοιπες δυνάμεις του, στην θέση Φρασμένο και καταλαμβάνει την στρατηγική θέση Λακάκι από όπου έχει πλήρη εικόνα του πεδίου της μάχης και όπου τοποθετεί δύο μεγάλα πυροβόλα.

Οι Τούρκοι αναθάρρησαν και το ηθικό των Ελλήνων, μετά από αυτή την εξέλιξη, άρχισε να υποχωρεί.
Εντούτοις παρά τις νέες, λυσσαλέες επιθέσεις δεν κατάφεραν να αποκομίσουν σοβαρά πλεονεκτήματα.
Ο Κεχαγιάς εκτιμώντας ότι το κύριο σημείο αντίστασης των Ελλήνων ήταν τα δύο χαμηλά οχυρά της Θολωτής Εκκλησιάς και της Βέργας χρησιμοποίησε τα πυροβόλα του για να τα εξουδετερώσει.

Το οχυρό Βέργα λόγω του βραχώδους αλλά και της σχεδόν αδύνατης σκόπευσής από το Λακάκι πολύ γρήγορα έμεινε εκτός βολών των πυροβόλων.
Ως εκ τούτου οι ομοβροντίες τους εστράφησαν αποκλειστικά πλέον εναντίον των υπερασπιστών της Θολωτής Εκκλησιάς.
Το στρατιωτικό όμως αυτό πλεονέκτημα του Κεχαγιά έμελλε να καταστεί και η απαρχή της καταστροφής του.

Τα πυρά των πυροβόλων, παρά του γεγονότος ότι πολλά από αυτά εξουδετερωνόντουσαν από βράχους που προστάτευαν την Εκκλησία από εκείνη την κατεύθυνση, προξένησαν μεγάλες ζημιές στο μικρό οχυρό.
Οι υπερασπιστές του με καρτερία υπόμεναν τα κτυπήματα και εξακολουθούσαν με μεγαλύτερο πείσμα να πυροβολούν ή να σφάζουν με τα γιαταγάνια τους τα κύματα των αφιονισμένων Τούρκων και Αλβανών που επιτίθεντο.
Οι ώρες προχωρούσαν και οι κανονιοβολισμοί συνεχίστηκαν όλη την νύκτα. Εδώ ακριβώς έρχεται ένα γεγονός που αλλάζει την έκβαση της Μάχης.

Οι χειριστές των πυροβόλων πολλές φορές αστοχούσαν και κατεύθυναν τις βολές τους πολύ υψηλότερα από την Εκκλησία με αποτέλεσμα τα βλήματα να εκρήγνυνται στον στρατηγικής σημασίας λόφο Κουκίστρα που κατείχαν οι Τούρκοι και που είχαν μεγάλες απώλειες από αυτή την αιτία.
Μέσα στη νύχτα μη υποφέροντες άλλο αυτόν τον βομβαρδισμό οι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τον λόφο και κατέβηκαν άτακτα προς την θέση Λούτσα.

Έγκαιρα αντιληφθείς το γεγονός αυτό ο έμπειρος οπλαρχηγός Παναγιώταρος Μπούρας έστειλε αμέσως στον λόφο τον σημαιοφόρο Γεώργιο Γαλάνη Νάκο να στήσει εκεί το μπαϊράκι των Μπουραίων.
Ταυτόχρονα όμως φρόντισε να το πλαισιώσει με καμιά πενηνταριά παλικάρια του, που αναπτύχθηκαν εκεί και ταμπουρώθηκαν μέσα στη νύχτα.

Το πρωϊ της 13ης Μαϊου οι Τούρκοι βλέποντες να κυματίζει στην Κουκίστρα το μπαϊράκι του Παναγιώταρου, νομίζουν ότι κατά το διάστημα της νύχτας κατέφθασαν εκεί και εξεδίωξαν τα τουρκικά τμήματα, άλλες σημαντικές ελληνικές ενισχύσεις, όπως άλλωστε με βροντερή φωνή , από βραδύς , είχε προαναγγείλει ο Γέρος του Μοριά από το βουνό Ρεζενίκο.
Την ίδια ώρα οι εγκαταλείψαντες το ύψωμα Κουκίστρα Τούρκοι βρίσκονταν σε σύγχυση , μη δυνάμενοι να βρουν και να συνδεθούν με τα τμήματά τους. Την σύγχυσή τους αυτή μετέφεραν και σε πολλούς άλλους στρατιώτες , που ξεκομμένοι από τις μονάδες τους περιφερόντουσαν οδυρόμενοι κατά μήκος των Τουρκικών γραμμών στην θέση Λούτσα.

Οι υπερασπιστές της Βέργας δεν έχασαν ευκαιρία. Εξήλθαν με μανία από τα ταμπούρια τους και πετσόκοβαν χωρίς έλεος τους πανικόβλητους Τουρκαλβανούς.

Ο Παναγιώταρος δίνει το τελικό κτύπημα , βγαίνει έξω από το οχυρό του και καταδιώκει τους ασύντακτους πλέον τούρκους στρατιώτες.
Οι λοιποί Έλληνες βλέποντες την απρόσμενη τροπή της Μάχης κυνηγούν τους Τούρκους σε κάθε μεριά.
Ο Μητρο Πέτροβας, Οι Μαυρομιχαλέοι, Ο Φλέσσας,
ο Παπατσώνης, ο Γιαμπαζιώτης, ο Φραγκίσκος,
ο Αναγνωσταράς, ο Σαλαφατίνος, ο Κατσάνος,
ο Καλαμπόκας δίνουν μαθήματα τόλμης και ηρωϊσμού.

Μαθήματα στρατηγικής σε αυτή τη Μάχη έδωσε και ο Γέρος του Μοριά που κατάφερε να μειώσει το ηθικό των Τούρκων στο έπακρο.
Κατόπιν όλων αυτών η σύγχυση στους τουρκικούς τομείς παίρνει την μορφή πανικού. Οι τούρκοι επιτελείς μη δυνάμενοι να κρατήσουν την συνοχή των στρατιωτικών τους τμημάτων, αλλά και την μεταξύ τους επικοινωνία τρέπονται οι ίδιοι σε φυγή εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης όπλα, εφόδια και αμέτρητους νεκρούς στρατιώτες.

Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 135 νεκρούς, των δε τούρκων σε 1450 νεκρούς .Οι τουρκικές απώλειες μπορούσαν να είναι ακόμη και 2000 νεκροί, αν οι καταδιώκοντες αυτούς Έλληνες δεν σταματούσαν να τους κυνηγούν μετά την στενωπό του Αραπόβραχου.

Αυτή ήταν η Μάχη των Μαχών του Ιερού Αγώνα του 1821, που κατέδειξε τις αδυναμίες των κατακτητών και τις δυνατότητες των επαναστατημένων Ελλήνων
Για την φοβερή αυτή καταστροφή των Τούρκων όλη η ευθύνη βαραίνει τον Κεχαγιά που σε πρώτη φάση εκτίμησε λάθος τις δυνάμεις των Ελλήνων και δεν έστειλε στο Βαλτέτσι έγκαιρα μεγαλύτερες δυνάμεις τοποθετώντας τις στα επίκαιρα στρατηγικά σημεία. Αναγκάστηκε εκ των υστέρων να πολεμήσει σε ένα στενό μέρος, όπου δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά όλες του τις δυνάμεις και τέλος από την ενέργειά του, να κάνει χρήση πυροβολικού από λάθος θέση, με αυτόν τον τρόπο προκάλεσε όχι μόνον τον θάνατο σε δικούς του στρατιώτες, αλλά σύγχυση και πανικό σε όλο του το στράτευμα.
Ντροπιασμένος και έχοντας χάσει σχεδόν το ένα τέταρτο των στρατιωτών του , σε μια μόνο μάχη, ο Κεχαγιάς φθάνει το βράδυ της 13ης Μαϊου στην Τρίπολη και έκτοτε δεν τολμά να επιχειρήσει νέα εκστρατεία εναντίον των επαναστατών Ελλήνων.Αρκείται σε εξόδους μικρών ομάδων σε πολύ μικρές αποστάσεις από τα τείχη της Τριπολιτσάς και μόνον όταν αυτό ήταν απόλυτη ανάγκη.

Περιγραφή του τόπου όπου έγινε η Μάχη στο Βαλτέτσι

Το ιστορικό Βαλτέτσι είναι χωριό της Πελοποννήσου κείμενο σε μια ορεινή τοποθεσία , δυτικά της Τρίπολης και σε μια απόσταση πορείας πεζού στρατιωτικού αγήματος 2 ½ ωρών.
Η έκταση των βουνών που το περιβάλλουν είναι τέτοια που για να τα διαβεί κανείς από δυσμάς προς ανατολάς χρειάζεται δύο ώρες, ενώ από βορρά προς νότο χρειάζεται τρεις ώρες πορεία.Οι υψηλότερες κορυφές τους είναι το Ρεζενίκο, σε απόσταση μισής ώρας βορειοδυτικά από το Βαλτέτσι. Νοτιοδυτικά και σε εγγύτατη απόσταση από το χωριό βρίσκεται το βουνό Στατήρι. Είναι γυμνά δασών και τα πετρώματά τους διαθέτουν μικρές σπηλιές.

Το χωριό βρίσκεται στο κέντρο του μικρού οροπεδίου , επί χωματώδους επιπέδου εκτάσεως είκοσι περίπου στρεμμάτων , περικλειόμενης από τους λόφους Μύλοι, Δουβρέϊκο, Κατσικέϊκο , Κούκος και από τον πετρώδη γήλοφο Αλώνια πάνω στον οποίο βρίσκεται κτισμένη η μικρή θολωτή εκκλησία της Θεοτόκου.
Οι οδοί πρόσβασης προς το χωριό είναι τρεις.
Η πρώτη με την ονομασία ΄΄Δίοδος της Εκκλησιάς΄΄διαβαίνει μεταξύ διακένου εκκλησίας και λόφου Μύλοι και οδηγεί νότια δυτικά προς Αραχαμίτες και Νταβιά.

Η δεύτερη φέρει το όνομα ΄΄Προπύλαια Φρασμένο΄΄, διαβαίνει μεταξύ των λόφων Κατσικέϊκο και Δουβρέϊκο και οδηγεί βόρεια και ανατολικά προς Τρίπολη και η τρίτη με την ονομασία ΄΄Μονοπάτι Σπηλίτσα΄΄
Διαβαίνει μεταξύ των λόφων Κατσικέϊκο και Κούκος και οδηγεί νότια προς Καλογερικό.
Κατά την κρίση σύγχρονων αναλυτών, αλλά και παλαιοτέρων στρατηγών η καθεαυτού στρατηγική αξία του χώρου, ως πεδίο διεξαγωγής μιας μάχης, που θα έκρινε σε μεγάλο βαθμό την μετέπειτα έκβαση του Αγώνα του 1821, ήταν άνευ πολεμικής αξίας. Δύσκολα ένας ταλαντούχος στρατηγός θα ενέπλεκε τις δυνάμεις του σε ένα τέτοιο εγχείρημα, όπου η στενότητα του χώρου και η χρήση εκ μέρους των Τούρκων πυροβολικού, αλλά και η απόφαση των Ελλήνων να νικήσουν ή να πέσουν μαχόμενοι μέχρις εσχάτου, συνετέλεσαν στην καταστροφή του ισχυρότερου .

Η συμμετοχή των Μπουραίων (Βουραίων) στην Επανάσταση του 1821

Λίγες ημέρες πριν κηρυχθεί η Επανάσταση του 1821, ο Παναγιώταρος και ο αδελφός του Κώστας Μπούρας , ηγούμενοι πολυάριθμης ομάδας Κλεφτών, πήγαν στη Μάνη και ενώθηκαν με άλλους οπλαρχηγούς της Νοτιοανατολικής Πελοποννήσου.
Μετά τις επιτυχίες που είχαν εκεί, εκδιώκοντας την μία τουρκική φρουρά κατόπιν της άλλης, ήλθε η αποτυχία της Καρύταινας και ο παραλίγο αφανισμός των ομάδων τους.Αποσύρθηκαν για να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και πανέτοιμοι πλέον δίνουν ένα βροντερό παρόν στην νικηφόρα μάχη του Βαλτετσίου στις 12/13 Μαϊου 1821.

Η δράση των Βουραίων στην προεπαναστατική περίοδο

Η προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης του 1821 δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις δεκαετίες επίπονης προσπάθειας για να μπορέσει το υπόδουλο γένος των Ελλήνων να σπάσει τα δεσμά, που του χάλκευσε ο ξένος ασιάτης κατακτητής και συντηρούσαν με την αμάθειά τους και την απληστία τους η ντόπια αντίδραση, μέρος του ιερατείου και οι ποταποί προδότες της πατρίδας.

Δεν ήσαν όμως άμοιροι ευθύνης και οι ξενιτεμένοι έλληνες, οι οποίοι αν και ζούσαν σε χώρες όπου επικρατούσαν οι ιδέες του Διαφωτισμού ξεχνούσαν, εκτός ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, να γυρίσουν στην πατρίδα και να ασχοληθούν με την απελευθέρωσή της.

Παρά την γενική αλλαγή που έφερε στην Ευρώπη το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης , τις πρώτες επιτυχίες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, παρά τα απελευθερωτικά κινήματα που έλαβαν μέρος στην Ιταλία και παρά την σύσταση πολλών εταιριστικών κινήσεων , που είχαν σαν στόχο την διεθνιστική αφύπνιση των υπόδουλων και καταπιεσμένων λαών, η υπόθεση της απελευθέρωσης των σκλάβων Ελλήνων παρέμενε ανεκπλήρωτος πόθος και υπόθεση των ολίγων εκείνων Κλεφτών και Προυχόντων, που είχαν το θάρρος της αντίστασης και της θυσίας.Πολλές ήσαν οι αιτίες της δυσμενούς αυτής εξέλιξης. Ήδη έχω αναφερθεί σε μερικές από αυτές. Τέτοιες αιτίες συνέβαλαν αποφασιστικά στην σημαντική καθυστέρηση εκδήλωσης μαζικών επαναστατικών κινημάτων.

Μετά μάλιστα την εκτέλεση του Ρήγα και μέχρι την εκδήλωση της καθοριστικής σημασίας πρωτοβουλίας που ανέλαβε η Φιλική Εταιρεία, όλα έμοιαζαν να τα έσκιαζε η φοβέρα και να τα πλάκωνε η σκλαβιά, όπως αναφέρει και ο Διονύσιος Σολωμός. .
Η κίνηση του Ρήγα, μια κίνηση πάνω από όλα κοινωνικό- απελευθερωτική σε βαλκανικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, είχε σαν πρώτο στόχο το διώξιμο του Οθωμανού δυνάστη από την Ευρώπη .
Επιζητούσε την από κοινού σύμπραξη των λαών της για το κτίσιμο ενός νέου οικοδομήματος βασισμένου πάνω στις αρχές της δικαιοσύνης , του διαφωτισμού, της δημοκρατίας, της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων και αγαθών σε έναν ελεύθερο χώρο απαλλαγμένο από κάθε λογής τυράννους.
Με δύο λόγια ο φωτισμένος εκείνος ταγός δεν ζητούσε τίποτε περισσότερο από αυτό που στις μέρες μας ονομάζουμε Ενωμένη Ευρώπη, όπου τα δικαιώματα των πολιτών θα ήσαν σεβαστά και όπου θα αποκλειόταν η επιβολή θεοκρατικών και στρατοκρατικών καθεστώτων.
Ταυτόχρονα όμως η κίνηση του Ρήγα είχε σαφές ανθρωπιστικό περιεχόμενο με αιχμή του δόρατος την απελευθέρωση των ραγιάδων κάθε εθνικότητας.
Ο Ρήγας με την εταιριστική του ομάδα δούλεψε σκληρά τόσο σε θεωρητικό διαφωτιστικό επίπεδο, όσο και σε πρακτικό συνωμοτικό, κυρίως ανάμεσα στο ελληνικό στοιχείο ανά την επικράτεια της τότε κραταιής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εντούτοις ο λόγος του, επηρεασμένος από το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, είχε περισσότερο τονισμένα τα ιδεολογικά - υπερεθνικά στοιχεία , γεγονός που δεν έδινε την άμεση και πρακτική λύση στην οργάνωση μαζικής απελευθερωτικής κίνησης στους Έλληνες.

Η κίνηση του Ρήγα στηρίχθηκε βασικά σε μια ενδεχόμενη βοήθεια των Φαναριωτών τών και έτρεφε υπερβολικές ελπίδες στην υποστήριξη των ξένων, μεταξύ των οποίων πρώτος και καλλίτερος φάνταζε ο Ναπολέων.

Να ληφθεί υπόψη ότι την συγκεκριμένη χρονική στιγμή η γαλλική προπαγάνδα οργίαζε και στα μάτια των σκλάβων Ελλήνων ο Βοναπάρτης φαινόταν σαν ο φυσικός σύμμαχος που θα έδιωχνε τον Οθωμανό από κάθε ελληνική γωνιά.

Ο Ναπολέων Βοναπάρτης την εποχή εκείνη εξυμνήθηκε υπερβολικά σε σημείο που ένας Επτανήσιος, ο Μαρτέλαος, έγραφε:

΄΄Η Γαλλία ήλθε πάλι να μας δώσει ελευθερία
την Ελλάδα να ξεθάψει, όπου κείται στη δουλεία
Ναπολέων, θεέ του κόσμου, ενθυμήσου την Ελλάδα
Τις αλύσεις της, συ κόψε, για να έχουμε πατρίδα΄΄.

Ο Ρήγας αν και πιστεύεται ότι δεν ήλθε σε απευθείας συνεννοήσεις με τον Βοναπάρτη, ωστόσο βασίστηκε στις γαλλικές υποσχέσεις και στο γεγονός της κατάληψης μερικών των Επτανήσων από τους Γάλλους, στα 1797.

Την ίδια όμως χρονική στιγμή κάποιες ομάδες Μωραϊτών, που ήδη βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση με τον Τούρκο κατακτητή, αντιλαμβανόμενοι την σημασία της κατάληψης των Επτανήσων από τους Γάλλους, το φθινόπωρο του 1797, κάλεσαν στο Γύθειο της Λακωνίας μεγάλη σύναξη Ελλήνων Προυχόντων και Κλεφτών.
Στη σύναξη πήρε μέρος και ο Παναγιώταρος Μπούρας. Εκεί αποφασίστηκε να κηρυχθεί επανάσταση ενάντια στον Σουλτάνο, ευθύς ως ο Βοναπάρτης θα αποβιβαζόταν με στρατό στην Κέρκυρα.

Ο Ναπολέων όμως, λόγω διαφόρων γεγονότων που μεσολάβησαν, δεν έκαμε το αναμενόμενο από τους ραγιάδες εγχείρημα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η καταστροφή της γαλλικής αρμάδας στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου επηρέασε άμεσα στην αλλαγή της πολιτικής του Βοναπάρτη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η διαφαινόμενη πλέον υπεροχή των Άγγλων στις θάλασσες, μετά την νίκη του Νέλσωνα στο Αμπουκίρ , καταστούσε πλέον μονόδρομο την χάραξη μιας ακόμη πιο καιροσκοπικής πολιτικής εκ μέρους του Βοναπάρτη έναντι των Ελλήνων.
Ξαφνικά ο Ναπολέων παρουσιάζεται σαν ένθερμος υποστηρικτής του οθωμανικού κράτους . Κατά βάθος όμως συνεχίζει την εφαρμογή του αρχικού του σχεδίου, που είχε σαν στόχο την στήριξη ενός γαλλικού προτεκτοράτου στον ελλαδικό χώρο και την δημιουργία ενός ανεξάρτητου βασιλείου στην περιοχή του Βοσπόρου με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Απώτερος στόχος αυτού του εγχειρήματος ήταν η δημιουργία ενός ακόμη κράτους δορυφόρου στα Στενά του Βοσπόρου, που θα χρησίμευε σαν φραγμός της ρωσικής διείσδυσης προς το Αιγαίο και τις ζεστές θάλασσες.

Η αρπακτική αυτή διάθεση του Βοναπάρτη δεν ήταν καινοφανής. Η περίπτωση της Ιταλίας ήταν πρόσφατη και έδινε το στίγμα των προθέσεών του για τον ελληνικό χώρο.
Στα 1794 είδαμε τον Βοναπάρτη να εισβάλει στις ιταλικές πεδιάδες με δημοκρατικά κηρύγματα περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφότητας και να ρίχνει θρόνους τυράννων, ακόμη και αυτό το κράτος του Πάπα, και στη θέση τους να στήνει πέντε Δημοκρατίες.

Όλα αυτά έκαναν τον ιταλικό λαό να αγαπήσει τους Γάλλους και να λατρέψει τον Βοναπάρτη σαν θεό.
Όταν όμως ο Ναπολέων, λίγο καιρό αργότερα, άρχισε να προσαρτά τις Δημοκρατίες αυτές στο κράτος του και να στέφεται στο Μιλάνο βασιλιάς της Ιταλίας, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά εναντίον του και οι Γάλλοι μισήθηκαν πλέον σαν κατακτητές.

Η κατάσταση στον Μωριά συνεχίζει να είναι δραματική για τους ραγιάδες. Παρά ταύτα κάποιες χαραμάδες φωτός διαφαίνονται .
Στα 1806 έχει ήδη διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα στο Αιγαίο και στη Μαύρη Θάλασσα. Τα ελληνικά εμπορικά πλοία μπορούν πλέον να κινούνται πιο ελεύθερα και να φέρνουν πλούτο στα νησιά, γεγονός που πολλαπλασιάζει τις ελπίδες του Γένους.
Οι εξελίξεις αυτές, στις εμποροοικονομικές επιτυχίες των Νησιωτών, συνοδεύονται και από μια ωρίμανση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.
Επακόλουθο αυτών είναι να διαμορφώνεται πλέον μια επαναστατική συμπεριφορά που γενικεύεται σε πλατύτερα τμήματα Προυχόντων και Λαού.
Το νέο αυτό ρεύμα αντιλαμβάνεται ότι η απελευθέρωση της Πατρίδας εις το εξής θα έπρεπε να στηριχθεί σε ίδια μέσα και στην αγωνιστική προσπάθεια των Ελλήνων.Για τον λόγο αυτόν η στρατηγική οργάνωσης της νέας προσπάθειας θα έπρεπε να προέλθει και να συντονίζεται από έναν ενιαίο φορέα , μια άξια Οργανωτική Επαναστατική Αρχή.

Παράλληλα αρκετοί πνευματικοί ταγοί της εποχής, σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, εκδίδουν επαναστατικά βιβλία που εξάπτουν το φρόνημα των ραγιάδων και συντελούν στην αφύπνιση του Λαού.

Ένα από αυτά τα βιβλία πέφτει στα χέρια του Παναγιώταρου Μπούρα στις αρχές του 1807.
Πρόκειται για ένα αντίγραφο της ΄΄Ελληνικής Νομαρχίας΄΄ που εκδόθηκε από έναν ανώνυμο Έλληνα στην Ιταλία στα 1806.

Ο Παναγιώταρος στην αρχή ξενίζεται από το έντονο ύφος του πονήματος.
Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι οι μύδροι που εξαπολύει ο συγγραφέας του ενάντια των ρασοφόρων δεν αφορούν το σύνολο του κλήρου, που σε πολλές περιπτώσεις έχει βοηθήσει τους Κλέφτες στον αγώνα τους για λευτεριά.
Αντιλαμβάνεται ότι το περιεχόμενό του δεν είναι μόνον ένας ύμνος προς τους νεοέλληνες αγωνιστές , που τους εξισώνει με τους αρχαίους προγόνους τους, αλλά και ένας παιάνας ενάντια των τούρκων και των συνεργατών τους, προεστών και ρασοφόρων, που καταδυναστεύουν τον υπόδουλο λαό.

Ο συγγραφέας της ΄΄Ελληνικής Νομαρχίας΄΄ διαφοροποιείται ριζικά από το περιεχόμενο άλλων πονημάτων που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, ανάμεσα σε αυτούς , που διψούσαν για μάθηση στην σκλαβωμένη πατρίδα.
Στο πόνημά του αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αποκλειστικά τους όρους Έλλην, Ελλάς, Ελληνικός, σε αντίθεση με τον Κοραή που γράφει Γραικοί, Γραικία, Γραικικός, ή του Ρήγα που παραπαίει μεταξύ Γραικοί και Έλληνες, ή τέλος κάποιων άλλων που γράφουν Ρωμηός, Ρωμανία, Ρωμαίϊκα.

Ο συγγραφέας της ΄΄Ελληνικής Νομαρχίας΄΄ ξεκαθαρίζει τα πράγματα μια για πάντα. Κάνει λόγο για συνέχεια του Ελληνισμού από την Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες του και κτυπά αυτούς που καταχρηστικά ονομάζουν τους Έλληνες Ρωμηούς και Ρωμαίους, εξηγώντας τους λόγους που οι Βυζαντινοί ιδιοποιήθηκαν την ονομασία των Ρωμαίων.
Είναι όμως σκληρός και με το ιερατείο. Αρχίζει με κάτι απλό, που για αυτόν όμως είχε πρωταρχική σημασία.

Κτυπάει τους ρασοφόρους κήρυκες που εξευτελίζουν την ευγενέστατη λέξη ΄΄παιδεία΄΄, χρησιμοποιώντας την με την έννοια της τιμωρίας και της φοβέρας και όχι αυτήν της μόρφωσης.
Προχωρεί όμως ακόμη περισσότερο όταν αναφέρεται στο μοιρολατρικό κήρυγμα των κληρικών για την τυραννία, που είναι εκ Θεού και προετοιμάζει τους ραγιάδες για τον Παράδεισο, παίρνοντας ουσιαστικά τη μορφή ενός κηρύγματος εθελοδουλείας.
Όλα αυτά προβληματίζουν τον Παναγιώταρο που έχει άριστες σχέσεις με τον επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ.
Στις συναντήσεις του με τον Παναγιώταρο ο ταπεινός εκείνος ιεράρχης τον καθησυχάζει.
Του τονώνει ακόμη πιο πολύ το πατριωτικό του φρόνημα, λέγοντάς του, ότι κακοί υπάρχουν παντού και ότι τώρα είναι η στιγμή για ενότητα και αδελφοσύνη, ώστε όταν έλθει η Μεγάλη Στιγμή ενωμένοι να δώσουν το κτύπημα στον Κατακτητή.
Ο Παναγιώταρος εκτιμά αφάνταστα τον πνευματικό του ταγό, ακολουθεί τις συμβουλές του , μα ταυτόχρονα μελετά εξονυχιστικά το πόνημα του Ανώνυμου Έλληνα.

Τον εξοργίζει αφάνταστα το ζήτημα της εθελοδουλείας. Διαβάζει προσεκτικά το σχετικό κεφάλαιο, όπου ο συγγραφέας προχωρά στο ξεσκέπασμα της άρχουσας τάξης του ιερατείου και των υποτακτικών τους , που θησαύριζαν και λαμπροφορούσαν. Που αγόραζαν τις Επισκοπές και Μητροπόλεις και που εκμεταλλεύονταν ακόμη και τα λείψανα των αγίων σαν ΄΄κοκκαλοπωλητές΄΄.
Ο συγγραφέας σφυροκοπά επίσης μερίδα του ανώτερου κλήρου αναφερόμενος στο μέγεθος των προσόδων των δεσποτάδων.
Αναφέρεται ακόμη και σε ορισμένους Πατριάρχες αποκαλώντας τους ΄΄αγέλες λύκων΄΄.

Ο Παναγιώταρος ταράσσεται. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτά που διαβάζει. Γνωρίζει όμως καλά το τι υποφέρει ο απλός ραγιάς. Από τη μια ο τούρκος να του αποσπά ανεξέλεγκτα και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του και από την άλλη, μια έστω μικρή μερίδα του ιερατείου, που εκμεταλλεύεται τον Λαό με τα υπέρογκα παρακρατήματα, τις άδειες ταφής , τις ζητείες των μοναστηριών, το λάδι για τον Πανάγιο Τάφο, τους αφορισμούς, τα συχωροχάρτια και τόσα άλλα.
Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Ο πάνσεπτος Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ αποτελεί για τον φοβερό Κλέφτη ένα λαμπρό παράδειγμα ήθους , προσφοράς και αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας.

Σε κάθε όμως περίπτωση ο Παναγιώταρος βρίσκει το περιεχόμενο της ΄΄Ελληνικής Νομαρχίας΄΄ αρκετά τραβηγμένο και μάλιστα όταν αυτό αναφέρεται στον κλήρο.
Δικαιολογεί όμως τον συγγραφέα, γιατί πιστεύει ότι
όλα αυτά φτάνουν στο στόμα του με πόνο ψυχής και δεν θα γραφόντουσαν , εάν ο Ανώνυμος Έλληνας δεν ήθελε με αυτόν τον σκληρό τρόπο να προφυλάξει τους Έλληνες , από τα κηρύγματα ορισμένων επιλησμόνων ιεραρχών, που για προφανείς λόγους, στόχευαν στην εθελοδουλεία του Γένους.

Πάνω σε ένα τέτοιο σκηνικό , με τα καλά και τα κακά του, εκτυλίσσεται η προετοιμασία των Ελλήνων για την τελική αναμέτρηση με τον Οθωμανό. Ο Παναγιώταρος θα συνεχίσει τον αγώνα του και όταν με το καλό, πολύ πριν φθάσει η Μεγάλη Στιγμή, καλείται από τον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ να μυηθεί στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας, ευχαρίστησε τον πάνσεπτο εκείνον Επίσκοπο και έδωσε τον καθιερωμένο Όρκο για Ελευθερία ή Θάνατο.

Κλάδος Βουραίων Αιγιαλείας, Μαρμαριάς – Μαινάλου, Πελοποννήσου

Η Οικογένεια των Βουραίων προέρχεται από την ομώνυμη αρχαία πόλη Βούρα της Αιγιαλείας.
Ευθύς μετά τον ερχομό των Οθωμανών στον Μοριά και την κατάληψη από αυτούς των ισχυρών φρουρίων Μεθώνης, Κορώνης, Ναυπλίου και Μονεμβασιάς (1500-1540), πολλές οικογένειες Βουραίων αφήνουν τα πεδινά της Βορειοανατολικής Πελοποννήσου και εγκαθίσταται μόνιμα πλέον με τα κοπάδια τους στο οροπέδιο της Μαρμαριάς, εκεί ψηλά στο όρος Μαίναλο της Αρκαδίας.
Στην περιοχή αυτή δεν ήλθαν τυχαία.
Ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων, σε περιοχή κοντά στο σημερινό Λιοντάρι της Μεγαλούπολης, υπήρχε ιερός τόπος λατρείας αφιερωμένος στον Ηρακλή , όπου πρόγονοί τους Βουραίοι, επί σειρά αιώνων, υπηρέτησαν .
Στα ερείπια του ιερού αυτού τόπου, γύρω στον δέκατο αιώνα, κτίστηκε μέγα μοναστήρι φέρον την ονομασία των παλαιών οικιστών Βουραίων.
Ένα δεύτερο στοιχείο που προσέλκυσε τους Βουραίους στην περιοχή ήταν το ότι το συγκεκριμένο οροπέδιο της Μαρμαριάς αποτελούσε τον μόνιμο τόπο βοσκής των κοπαδιών τους, κατά τους θερινούς μήνες, από εκατοντάδες χρόνια πριν.Σε αυτές τις περιοχές έζησε και αναπτύχθηκε έκτοτε ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων που προήρχοντο από την περιοχή της αρχαίας πόλης Βούρα της Αιγιάλειας.

Το έτος 1500, χρονιά που οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την Μεθώνη και την Κορώνη, ηγούμενος της ιεράς Μονής Βούρα είναι ο Βουραίος Λεόντιος που μαθήτευσε κοντά στον Κρητικό Μάρκο Μουσούρο(1470-1517) καθηγητή στην Πάντοβα της Ιταλίας.

Στα 1540, χρονιά που καταλαμβάνονται από τους Οθωμανούς το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά γεννιέται στο Μαίναλο ο Πάνος Βούρας.
Στα 1566 γεννιέται στους βοσκότοπους της Μαρμαριάς –Μαινάλου ο πρωτότοκος υιός του Πάνου Αχιλλέας. Είναι η χρονιά που οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την Χίο και ελέγχουν
πλέον όλο το Αιγαίο.
Στα 1594, χρονιά που ο Σαίξπηρ έγραφε τον ΄΄Ριχάρδο τον Β΄΄, γεννήθηκε ο υιός του Αχιλλέα Βούρα, Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος Βούρας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γράμματα και σε ηλικία 12 ετών εστάλη από τους γονείς του στην Βενετία , κοντά στον θείο του Βησσαρίωνα , όπου μαθήτευσε στο Σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας. Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο ο Κωνσταντίνος γίνεται δάσκαλος και παπάς αναλαμβάνοντας παράλληλα και το έργο του οικονόμου της ομώνυμης Μονής.
Στα 1624 που ο Ρισελιέ γίνεται πρωθυπουργός της Γαλλίας. γεννιέται ο πρωτότοκος υιός του Κωνσταντίνου, Ίων Βούρας. Από πολύ νωρίς ο νεαρός Ίων έδειξε ενδιαφέρον για τα στρατιωτικά. Στα 1645 βρίσκεται στο Ρέθυμνο της Κρήτης , όπου συμπαρατάσσεται με τους άλλους έλληνες στην μάχη ενάντια των Τούρκων πολιορκητών. Μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς , μέσω Κυθήρων, ο Ίων επιστρέφει στην Πελοπόννησο και εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στις πλαγιές του Μαινάλου.

Παιδιά του Ίωνα ήσαν ο Πάνος, η Δήμητρα, η Αλκμήνη, ο Αλέξανδρος και ο Ηρακλής (ιερέας της Μονής μετά το θάνατο του παππού του Κωνσταντίνου Βούρα) .

Ο Αλέξανδρος Βούρας γεννήθηκε στα 1664, χρονιά που ο Μολιέρος γράφει τον ΄΄Ταρτούφο΄΄ και οι Τούρκοι ηττώνται από τους Αυστριακούς .
Διαμένει και αυτός στον οικισμό πλησίον της μονής Βούρα και ασχολείται με το εμπόριο.
Είναι γύρω στα 1686 , όταν ένας Τούρκος αγάς της περιοχής άρχισε να επισκέπτεται τον οικισμό πολύ συχνά, λόγω σφοδρού έρωτος που έτρεφε προς ελληνίδα νεάνιδα.
Οι Έλληνες δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτές τις επισκέψεις, μα κανείς δεν τολμούσε να εναντιωθεί.
Ο Αλέξανδρος πήρε την υπόθεση στα χέρια του. Αφού μίλησε στον αγά , για να σταματήσει να ενοχλεί την ανήλικη κόρη , εκείνος του απηύθυνε προσβλητικές εκφράσεις και μάλιστα τράβηξε το μαχαίρι του, τραυματίζοντας πισώπλατα τον Έλληνα. Ο Αλέξανδρος, αν και πληγωμένος, κατάφερε ένα καίριο κτύπημα στον αγά, που τον άφησε άπνου.
Μετά το γεγονός αυτό και φοβούμενοι μαζικές σφαγές, πολλοί Βουραίοι εγκαταλείπουν την περιοχή της Μονής και εγκαθίστανται σε άλλες περιοχές. Πολλοί κατέβηκαν στα χωριά Αρφαρά και Μίλα-Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, άλλοι πήγαν στην Ηλεία, μερικοί στην Ευρυτανία και άλλοι πάλι στην Μακεδονία , Θράκη , Ήπειρο, αλλά και σε ξένες πόλεις , όπως η Βενετία, το Παρίσι φθάνοντας ακόμη και μέχρι την απόμακρη χώρα των Ουαλών στα Βρετανικά Νησιά, όπου αιώνες πριν άλλα στελέχη Βουραίων από την περιοχή Θουρίοι- Σύβαρις της Κάτω Ιταλίας είχαν εγκατασταθεί εκεί.

Ο Αλέξανδρος Βούρας δεν φεύγει μακριά. Εγκαθίσταται σε ένα οχυρό χωριό της Μεσσηνίας, πιο πάνω από το Καρνάσιο Άλσος της αρχαίας Ανδανείας . Εδώ διαμένει πλέον με το όνομα Ηρακλής Μπούρας.
Στη νέα του πατρίδα ο Ηρακλής δημιουργεί οικογένεια λαμβάνοντας ως σύζυγο την νέα και ωραία κόρη του εμπόρου από την Αρκαδιά Θεμιστοκλή Φλέσσα. Με την οξυδέρκεια που τον διέκρινε και την εμπιστοσύνη που έδειχναν στο πρόσωπό του οι κάτοικοι της περιοχής σύντομα αναδείχθηκε προεστός του οικισμού Κωνσταντίνοι.
Είναι η εποχή που ο Μοροζίνης έρχεται στην Πελοπόννησο για μια δεύτερη περίοδο Ενετοκρατίας.
Ο ερχομός των Ενετών, στην αρχή τουλάχιστον, φάνηκε σαν μια μικρή πνοή ελευθερίας στους ταλαιπωρημένους ραγιάδες.. Ο Ηρακλής γνωρίζοντας πως και αυτοί με τον καιρό θα εξελιχθούν σε σκληρούς κατακτητές, φρόντισε να κρατήσει κάτω από την δική του φρουρά την οχυρή θέση ΄΄ Μονή των Ταξιαρχών΄΄, υποσχόμενος στους Ενετούς υπακοή και συνεργασία ενάντια στους Τούρκους. Αυτό το γεγονός επέτρεψε στους χωρικούς να κινηθούν με περισσότερη ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή.

Στα 1689 γεννιέται η κόρη του Ηρακλή, Δήμητρα. Στη Ρωσία τσάρος είναι ο Μέγας Πέτρος και οι ραγιάδες ελπίζουν και πάλι σε κάποια βοήθεια. Στα 1691 γεννιέται η δεύτερη κόρη του η Ασπασία και ακολουθούν η Ηλέκτρα στα 1693, ο Σπύρος στα 1696 και ο Κωνσταντίνος στα 1699. Σε ηλικία μόλις 14 ετών ο Κωνσταντίνος πηγαίνει στην Βενετία για σπουδές από όπου επιστρέφει γιατρός στα 1731. Ένα χρόνο αργότερα σκοτώνεται από τους Τούρκους ο πατέρας του, Ηρακλής Μπούρας.

Στα 1745 ο Κωνσταντίνος παίρνει για γυναίκα του την κόρη του εμπόρου της Σμύρνης Κώστα Σαραφόπουλου, η οποία στα 1747 γεννά τον Γεώργιο (Μπακογιώργο) και πεθαίνει κατά τον τοκετό του τέκνου της.

Μερικούς μήνες αργότερα ο Κωσταντίνος ξαναπαντρεύεται και στα 1749 αποκτά τον Δημήτριο και ακολουθούν στα 1753 ο Πέτρος ( ο λεγόμενος Πετροφαρμάκης) και στα 1754 ο Ιωάννης (ο λεγόμενος Μετεβελής) και οι δύο αγωνιστές του 1821.
Ο Κωνσταντίνος λόγω επαγγέλματος γίνεται απαραίτητος σε φίλους και εχθρούς και έτσι η οικογένεια αναπτύσσει δεσμούς και συγγένειες σε ολόκληρο τον Μοριά.
Ο Γεώργιος σε μικρή ηλικία ξενιτεύεται στην γενέτειρα της μητρός του, την Σμύρνη. Εκεί αποκτά πλούτο και πολλές γνωριμίες ακόμη και ανάμεσα σε τούρκους αξιωματούχους. Ένας από αυτούς μερικά χρόνια αργότερα θα έρθει σαν Πασάς στην Τρίπολη και όταν επαναπατριστεί ο Γεώργιος θα εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως αυτή του την γνωριμία.

Ο Δημήτριος Μπούρας ήταν άνθρωπος ζωηρός . Παντρεύτηκε σε ηλικία μόλις 18 ετών την πανέμορφη κόρη Αθηνά Πέτροβα και απέκτησε έξι τέκνα:
Τον Παναγιώταρο(1768), τον Αθανάσιο (τον λεγόμενο Κάππο, 1770), τον Χαράλαμπο (τον λεγόμενο Αναγνώστη, 1772), την Κωνσταντίνα(1773), τον Κώστα(1775) και τον Ζαφείρη(1778).
Και τα έξι παιδιά του ήσαν άτομα της δράσης και μετείχαν όλα τους ενεργά στον Ιερό Αγώνα του 1821.

Ο επαναπατρισμός του Γεωργίου Μπούρα στο χωριό θα βοηθήσει την οικογένεια και θα συγκαλύψει τις επαναστατικές ενέργειες ορισμένων από αυτούς έναντι της τουρκικής ηγεσίας.Ο Γεώργιος φρόντισε να παντρέψει τον σκληρό Παναγιώταρο σε νεαρή ηλικία , πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα τιθασεύσει τον φοβερό Κλέφτη.

Στα 1788 , είναι η χρονιά που ο περιβόητος Αλής γίνεται Πασάς στα Γιάννενα και αρχίζει να δέχεται μαζικά κτυπήματα από τους ελεύθερους Σουλιώτες.
Ο Παναγιώταρος πήρε για γυναίκα του την πανέμορφη Βασιλική , κόρη του Κώστα Πιπιλή από το χωριό Κούβελα της Μεσσηνίας.
Ο Παναγιώταρος όχι μόνον δεν ΄΄νοικοκυρεύτηκε΄΄ μετά τον γάμο, αλλά απεναντίας έγινε ακόμη πιο σκληρός και έκανε αισθητή την παρουσία του σε όλο τον Μοριά. Πολύ ενωρίς γνωρίστηκε με τις άλλες Κλέφτικες ομάδες και κέρδισε την φιλία και την εμπιστοσύνη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τιμωρούσε τους τούρκους αλλά και τους έλληνες συνεργάτες τους και προστάτευε τα θύματά τους. Υπήρξε από τους πρώτους οπλαρχηγούς που μυήθηκε στα Μυστικά της Φιλικής Εταιρείας, από τον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ .
Άτομο υπεύθυνο έδωσε όλες του τις δυνάμεις στον προεπαναστατικό αγώνα, μη αφιερώνοντας παρά λίγες μόνο στιγμές στους οικείους του.
Στα 1789 , χρονιά που ξεσπά η Γαλλική επανάσταση, γεννιέται το πρώτο του παιδί ο Σπύρος.
Στα 1793, χρονιά που στην Γαλλία αποκεφαλίζεται ο Λουδοβίκος ο 16ος γεννιέται ο Σωτήρης. Ακολουθεί ο Φώτης στα 1797 , είναι η χρονιά που μερικά από τα Ιόνια Νησιά καταλαμβάνονται από τους Γάλλους.
Τέλος δυο χρόνια αργότερα στα 1799 , χρονιά που εκτελείται ο Ρήγας Φεραίος , γεννιέται η κόρη του Παναγιώταρου, Κωνσταντινιά.